- σταχύοθριξ
- στᾰχῠο-θριξ, τρῐχος, ὁ, ἡ, = foreg.,A
νάρδος AP4.1.43
(Mel.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νάρδος AP4.1.43
(Mel.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σταχυόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Α σταχυοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, υος + θρίξ, τριχός] … Dictionary of Greek